παραδουνάβιος

παραδουνάβιος
-α, -ο
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στον ποταμό Δούναβη («παραδουνάβιες ηγεμονίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + Δούναβις. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στην εφημερίδα Βελτίωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραδουνάβιος — α, ο αυτός που βρίσκεται κοντά στο Δούναβη ή στις όχθες του ή βρέχεται απ αυτόν: Η Ουγγαρία είναι παραδουνάβια χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”